- κηροχυτώ
- κηροχυτῶ, -έω (Α) [κηρόχυτος]1. σχηματίζω μορφές, χύνω σχήματα σαν σε κερί2. (για τις μέλισσες) κατασκευάζω κυψέλες από κερί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηροχυσία — η [κηροχυτώ] η τήξη τού κεριού … Dictionary of Greek
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek